- ζωοτόκος
- -ο (Α ζωοτόκος, -ον)αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.)αρχ.ζωοδότης, ζωοπάροχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο)- (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο)- (Ι)* + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, πρωτο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.